- ξαναθυμάμαι
- και ξαναθυμούμαιθυμάμαι πάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαναθυμάμαι — και ξαναθυμούμαι ξαναθυμήθηκα, φέρνω στη μνήμη μου για άλλη μια φορά, θυμάμαι πάλι: Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται, πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται (Μαβίλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναλογίζομαι — (Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι) 1. σκέφτομαι γεγονότα τού παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ 2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω αρχ. 1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω 2. κάνω μαθηματικόν… … Dictionary of Greek
αναφράζω — ἀναφράζω (Α) 1. εκθέτω, ανιστορώ 2. (μέσ., ομαι) αναγνωρίζω, ξαναθυμάμαι … Dictionary of Greek
απομιμνήσκομαι — ἀπομιμνῄσκομαι (Α) 1. ξαναθυμάμαι 2. αναγνωρίζω, ανταποδίδω … Dictionary of Greek
ξαναζωντανεύω — 1. επαναφέρω κάποιον ή κάτι στη ζωή 2. ξαναφέρνω στον νου, ξαναθυμάμαι 3. αποκτώ πάλι τη ζωτικότητά μου, γίνομαι πάλι ζωηρός … Dictionary of Greek
ξαναθύμηση — η [ξαναθυμάμαι] ανάμνηση, επαναφορά στον νου ενός προσώπου ή πράγματος ή συμβάντος … Dictionary of Greek